Από τις πιο όμορφες βόλτες στην περιοχή των Αθηνών, και πολύ αγαπημένη μου,είναι εκείνη στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Δρόμος που σφύζει από ζωή, γεμάτος από ανθρώπους κάθε ηλικίας και εθνικότητας να περπατούν κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης,δίπλα στο Μουσείο,μπροστά σε σπίτια παραδοσιακά και σύγχρονα συνάμα φαντάζει ιδανικός για σύντομη απόδραση από μία πραγματικότητα ελάχιστα αισιόδοξη.
Πράγματι, με την κατάλληλη αφήγηση, αυτός ο πεζόδρομος μπορεί να αντικατοπτρίσει την ωραιότερη πτυχή της χώρας μας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτεία της δημοκρατίας και αναδεικνύοντας ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η πρωτεύουσα της.
Συνεχίζοντας την ξεχωριστή αυτή διαδρομή, ο περιπατητής εύκολα μπορεί να λησμονίσει την αντίθεση των κτισμάτων του πεζόδρομου αυτού με εκείνων του που βρίσκονται λίγο πιο κάτω, στη Λεωφόρο Συγγρού.
Αυτό γιατί, τα κτήρια της Αρεοπαγίτου αποτελούν κατασκευές που εκφράζουν την ιστορία, την ευγένεια, το σεβασμό προς τη φύση αλλά και τον μοντερνισμό, ελπίζοντας πως αυτά θα ενισχύσουν τούτη τη χώρα τόσο ποιοτικά όσο και ηθικά, με τελευταία και πιο σημαντική προσθήκη το Μουσείο της Ακρόπολης.
Είναι επίσης αυτά,που αφήνουν να εννοηθεί πως η χώρα κατείχε ήδη ορισμένες επιθυμητές αξίες και ότι αυτές δεν είναι εκκολαπτόμενες ή περιοδικού χαρακτήρα.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τόσες διαφορετικές εκδοχές της Ελλάδας που εκπέμπουν τα κτήρια τα οποία απαρτίζουν τη Λεωφόρο Συγγρού που είναι αδύνατη η πλήρης αποτύπωσή τους στο παρόν κείμενο.
Ξεκινώντας την περιπλάνηση σε αυτό το δρόμο, θα δούμε κτήρια μεγαλεπήβολα, πολυόροφα, και, κυρίως, αταίριαστα μεταξύ τους, χαρακτηριστικά της περιόδου όπου χτίστηκαν, τότε που η Ελλάδα ήταν η χώρα του “ζω” και όχι του “ζούμε” με τον καθένα να δημιουργεί ό,τι ήθελε όπως το ήθελε.
Ένα ακόμη στοιχείο διαφοροποίησης των δύο αυτών διαδρομών, είναι και η έλλειψη ενδιαφέροντος για έναν περίπατο στη Συγγρού, η οποία είναι περισσότερο δρόμος που σε οδηγεί κάπου, για παράδειγμα στη δουλειά ή το πανεπιστήμιο, εν αντιθέσει με δρόμο στον οποίο σε οδηγεί το ενδιαφέρον σου να δεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αρεοπαγίτου.
Οι αντιθέσεις αυτές εμπεριέχουν ένα στοιχείο σύγκρισης που κατά κύριο λόγο στηλιτεύει το αρνητικό και δίνει έμφαση στο θετικό, ταυτόχρονα όμως μας ενθαρρύνουν να διακρίνουμε την συνύπαρξη των διαφορετικών Ελλάδων που κρύβουν οι συγκεκριμένες διαδρομές.
Και είναι αυτό, το μωσαϊκό των διαφορετικών Ελλάδων, που άλλοτε μας ικανοποιεί και άλλοτε μας προβληματίζει, το οποίο θα κληροδοτηθεί στις νέες γενιές αυτού του τόπου,μαζί με μία ευκαιρία.Αυτή,της δημιουργίας των δικών τους αντιθέσεων σε μία Ελλάδα που σήμερα δείχνει να εμμένει στα αρνητικά της ξεχνώντας τις ομορφιές του παρελθόντος της που ακόμα επιβιώνουν.