Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις(ΜΜΕ) ανέκαθεν αποτελούσαν κύριο μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, η σπουδαιότητα τους για την χώρα μας έγκειται στο ότι όχι μόνο απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού, αλλά παράλληλα αποτελούν το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο και ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής και περιφερειακής ανάπτυξης εδώ και δεκαετίες.Μελετώντας κανείς την διεθνή βιβλιογραφία καθώς επίσης και έρευνες αξιόπιστων διεθνών οργανισμών και φορέων θα δει πως και εκεί αναγνωρίζεται η σπουδαιότητά τους ως κινητήριες δυνάμεις οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης.Ως συνέπεια, το ξέσπασμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα προσέλκυσε ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον προς αυτές όχι μόνο του επιχειρηματικού κόσμου αλλά και του συνόλου της κοινωνίας.
Η ιστορική αναδρομή στους λόγους ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως πολιτικό εγχείρημα και οικονομική ζώνη, καταδεικνύει πως αυτή στήθηκε βασιζόμενη στη φιλοσοφία της αμοιβαίας ανταλλαγής καλών πρακτικών, αύξησης παραγωγικότητας μέσω καλύτερης και αποτελεσματικότερης κατανομής πόρων και βελτίωσης της οικονομικής ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών. Οι αξίες αυτές αποτυπώθηκαν στο όραμα των ιδρυτών της, των «founding fathers», οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τον ρόλο των επιχειρήσεων και προσπάθησαν να κατανείμουν τους οικονομικούς πόρους όσο πιο αποτελεσματικά.
Οι επιχειρήσεις της εποχής εκείνης, όπως και σήμερα, συνεισέφεραν καθοριστικά στο υψηλό επίπεδο ευημερίας του μέσου Ευρωπαίου πολίτη, αυτού που οραματιζόταν ο Helmut Kohl, ο Francois Mitterrand και όλος ο επιχειρηματικός κόσμος που τους στήριξε έμπρακτα. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, σήμερα μπορούμε και απολαμβάνουμε ως Ευρωπαίοι πολίτες τους καρπούς πολιτικών που επιτρέπουν σε εταιρείες να δραστηριοποιούνται συγχρόνως σε πολλές χώρες, να μετακινούν τις οικονομικές μονάδες ελεύθερα και με χαμηλό κόστος από χώρα σε χώρα και να επενδύουν άνευ γεωγραφικών περιορισμών στις πιο συμφέρουσες αγορές κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών.
Βεβαίως, με την έλευση της περιόδου αυτής αυξήθηκε ραγδαία η αβεβαιότητα σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις και τα κανάλια μετάδοσης τυχόν κρίσεων. Επιπρόσθετα, το ξέσπασμα της κρίσης ξεσκέπασε και τις εγγενείς ανισορροπίες του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με την πρώτη αντίδραση των ΜΜΕ να έγκειται σε μεταστροφή της στρατηγικής τους προς την αποφυγή κινδύνων, μη έχοντας συνειδητοποιήσει όμως πως η αποστροφή των κινδύνων αυτών θα μεταφραζόταν σε δραστική μείωση του κύκλου πωλήσεων, του εργατικού τους δυναμικού και των κερδών τους. Ο οξύτερος ανταγωνισμός για μια συρρικνωμένη αγοραστική δύναμη βρήκε πολλές εκ των ΜΜΕ απροετοίμαστες. Λόγω του ανταγωνισμού αυτού δημιουργήθηκε η ανάγκη να αναπροσαρμόσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο υλοποιώντας νέες πρακτικές παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων και των υπηρεσιών τους καθώς και συνεχής βελτίωση αυτών. Συνεπώς, να επιδιώξουν την καινοτομία και την εξωστρέφεια ως τα σημαντικότερα μέσα εξασφάλισης ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στα νέα δεδομένα της αγοράς.
Τα αριθμητικά δεδομένα αποδεικνύουν τη σημαντικότητά των ΜΜΕ.Ειδικότερα, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτές καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων. Επίσημα στοιχεία Ευρωπαϊκών θεσμών καταδεικνύουν ότι τα 23 εκατομμύρια ΜΜΕ που αριθμεί η ΕΕ αντιστοιχούν στο 99% του συνόλου των επιχειρήσεων αυτής, ενώ αποδίδουν στις ΜΜΕ περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής απασχόλησης. Στην Ελλάδα, η σπουδαιότητα των ΜΜΕ είναι ακόμα μεγαλύτερη καθώς τόσο η απασχόληση σε αυτές αλλά και η προστιθέμενή τους αξία στο εγχώριο προϊόν ξεπερνούν τους αντίστοιχούς Ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ αποτελούν επομένως μια βασική πηγή ανάπτυξης, απασχόλησης, επιχειρηματικών δεξιοτήτων, καινοτομίας και οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Συνεπώς, είναι σημαντικό να απελευθερωθεί το δυναμικό των ΜΜΕ μέσω της βελτίωσης του περιβάλλοντός τους και της προαγωγής της επιχειρηματικότητας.
Ωστόσο, ποικίλα μίγματα πολιτικής έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν ευνοήσαν την ανάπτυξη των ΜΜΕ και τη διείσδυσή τους στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (Global Value Chains) όσο θα μπορούσαν. Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι οι φορολογικές πολιτικές στην Ελλάδα των τελευταίων ετών λειτουργούν ως φάρμακο για την κακή διάγνωση και τον πόνο που προκαλείται μετά από αξιολογήσεις ξένων – πολλές φορές δε με δυσμενείς παράπλευρες επιδράσεις. Σε μια χώρα με θεσμούς και συνέπεια στην οικονομική πολιτική, η φορολογία θα έπρεπε αντ’αυτού να λειτουργεί ως ασπίδα, ως ένα «εμβόλιο» που θα δυσχεραίνει την μετάδοση και εξάπλωση διεθνών ή τοπικών οικονομικών αναταραχών. Η πρόκληση για τη δημόσια πολιτική σε αυτό τον τομέα δεν έγκειται μόνο στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μια πρόταση πολιτικής που έχει επαναληφθεί συχνά άλλωστε στο δημόσιο διάλογο, αλλά κυρίως στον εκ των προτέρων σχεδιασμό ενός προβλέψιμου φορολογικού καθεστώτος που θα έχει στο επίκεντρό του τη δημιουργία ενός φιλικού επιχειρηματικού κλίματος. Αν και το ύψος των φορολογικών συντελεστών, η διάρθρωση των φόρων και η κατανομή των βαρών σε διάφορους τομείς της οικονομίας βεβαίως παίζουν βασικό ρόλο, η προσοχή θα πρέπει να στραφεί κυρίως στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος που θα ευνοεί και τις επιχειρήσεις και το κράτος.
Οι σκανδιναβικές χώρες θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο case study αποτελεσματικότητας της φορολογικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, αν και για πολλά χρόνια οι χώρες αυτές εφαρμόζουν πολιτικές υψηλών φορολογικών συντελεστών, εν τούτοις, η σταθερότητα των φόρων και η αποτελεσματική και αποδοτική χρήση τους σε στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες παροχές δεν δυσχέραιναν, αλλά απεναντίας διευκόλυναν την ανάπτυξη των ΜΜΕ. Και ενώ το benchmarking αποτελεί διεθνή πρακτική εμείς συνεχίζουμε την δική μας πολιτική στη φορολογία με αυτή να αποτελεί ένα από τα πιο προβληματικά σημεία που υπογραμμίζει η φετινή έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ αναφορικά με την χώρα μας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα εμφανίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα δίκαιης ανάπτυξης μεταξύ 29 ανεπτυγμένων χωρών. Ιδιαίτερης προσοχής χρίζει η εξαιρετικά χαμηλή επίδοση που φαίνεται να παρουσιάζει η Ελλάδα στον τομέα της ανταποδοτικότητας της φορολογίας. Συγκεκριμένα, στον πυλώνα Δημοσιονομικοί Πόροι, η Ελλάδα βαθμολογείται με 3,58 σε κλίμακα 1 έως 7 καθώς διαπιστώνεται ότι η φορολογία λειτουργεί ως αντικίνητρο στην εργασία και στις επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφεται χαμηλή αποτελεσματικότητα στην παροχή δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, με βαθμολογία μόλις 2,46. Η διαφάνεια στην χρήση των πόρων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα αναγκαίο μέτρο για την αποτελεσματική φορολόγηση. Παρ’ όλα αυτά, τα χαμηλά ποσοστά επανεπένδυσης των κερδών των ΜΜΕ σε συνδυασμό με την μη εκμετάλλευση αυτών από τον κρατικό μηχανισμό, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια μείωση της φορολόγησης και αντικατάστασής της από ελάχιστα ποσοστά επανεπένδυσης κερδών, θα μπορούσε να συνεισφέρει στην προσωρινή επανεκκίνηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Βεβαίως, η εξάλειψη την κρατικής ρύθμισης τέτοιων θεμάτων θα έπρεπε να είναι ο βασικός στόχος μετά την έξοδο από την κρίση.
Ακόμη, οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και την προσέλκυση κεφαλαίων. Η μείωση του κύκλου εργασιών τους αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα χρήσης, και, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς και τον ηθικό κίνδυνο που διέπει την αγορά κεφαλαίων δεν επιτρέπεται η εύκολη πρόσβαση τους σε τραπεζικό ή μη δανεισμό. Επιπρόσθετα, τα Venture Funds που μπορεί να επένδυαν περισσότερο από κλασσικές μορφές τραπεζικής πίστης σε καινοτόμα πρότζεκτ δεν έχουν βρει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν στην Ελλάδα. Οι πρόσφατες συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης & Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, για χρηματοδοτήσεις και εγγυήσεις συνολικού ύψους 500 εκ. ευρώ εντάσσονται στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών για τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση της προσπάθειας για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την επιστροφή στη κανονικότητα για τις επιχειρήσεις συνολικά. Αλλά αυτοί οι οργανισμοί δεν μπορούν ούτε πρέπει να αντικαταστήσουν όλους τους υπόλοιπους θεσμούς της ελεύθερης αγοράς σε μακροχρόνια βάση.
Η είσοδος της χώρας στη ζώνη του Ευρώ είχε ως αποτέλεσμα την μείωση σε βαθμό εξάλειψης του μακροοικονομικού κινδύνου που συνδέεται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Σε σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών το πρόβλημα οικονομικής οργάνωσης και πρόβλεψης αναγκών του μέλλοντος θα ήταν εξαρτημένο από τις διεθνείς αγορές πολύ περισσότερο από σήμερα. Η ζώνη του Ευρώ έχει το ευεργετικό αυτό αποτέλεσμα και για πολλά χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει μια βεβαιότητα και ασφάλεια στις διεθνείς αγορές. Από την άλλη όμως, η μακροοικονομική πολιτική δεν αντιμετώπισε αρκετά καλά τα προβλήματα που προκύπταν από τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και οι ΜΜΕ καλούνται να σώσουν την ελληνική οικονομία, η οποία από πλευράς της βρίσκεται συνεχώς σε κινούμενη άμμο.
Προκειμένου να παραμένουν ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, οι ΜΜΕ εκτός των όσων αναφέρθηκαν σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο που ακολουθούν χρειάζεται να καταφέρουν να διατηρήσουν και το εργατικό δυναμικό τους. Ωστόσο, το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό είναι πλέον εύκολα μετακινήσιμο και οι νέοι καταξιωμένοι επιστήμονες αναζητούν τις τύχες τους στο εξωτερικό. Οι λιγότερο ή μη καταρτισμένοι εργαζόμενοι από την άλλη έρχονται αντιμέτωποι με μια αβεβαιότητα που τους κάνει να αποστρέφονται τον κίνδυνο και τυχόν νέα επαγγελματικά ανοίγματα, προτιμώντας συχνά να παραμένουν προσηλωμένοι στη ίδια θέση, έστω και με χαμηλότερες αποδοχές. Η επένδυση στη γνώση και την παιδεία που ιστορικά δεν έχει αποδώσει στη χώρα έχει απαξιωθεί, με αποτέλεσμα να επιλέγεται από εργαζόμενους ως έσχατη επιλογή. Και η αλυσίδα αυτή συνεχίζεται με τα προβλήματα του συστήματος εκπαίδευσης και της δια βίου μάθησης, όπως και τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας – η ανάλυση όμως αυτής της πτυχής θα ήταν από μόνη της θέμα εκτενούς συζήτησης.
Οι πολιτικές λύσεις για όλα τα προαναφερθέντα θέματα δεν είναι ανέφικτες, δεν έρχονται όμως και με μηδενικό κόστος. Οι πιο ευάλωτες στις οικονομικές μεταβολές μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν ήδη βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Οι νέες ιδέες δεν δύναται να μετατραπούν σε επιχειρηματικά σχέδια και κερδοφόρες επιχειρηματικές μονάδες λόγω αβεβαιότητας, πολυπλοκότητας γραφειοκρατικών πρακτικών αλλά και λόγω ενδο-επιχειρησιακής οργάνωσης. Για τον λόγο αυτό, οι συναλλαγές με το δημόσιο θα πρέπει όσο γίνεται να ελαχιστοποιηθούν μέχρι το τελευταίο να εξυγιανθεί. Στη συνέχεια, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων όπως αυτές που προτείνονται από διεθνείς οργανισμούς και με συνταγές πολιτικής που έχουν εφαρμοστεί επιτυχημένα σε χώρες με παρόμοια προβλήματα θα πρέπει να ξεκινήσει και να εστιάσει στην αναδιάρθρωση του ιδίου του δημοσίου συστήματος.
Μόνο τότε θα κερδίσουμε την χαμένη μας αξιοπιστία ως Ελλάδα και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος να δημιουργήσουν πλούτο για τη χώρα, για τους επενδυτές, για τα στελέχη και για τους εργαζομένους, αντί αυτά να χάνονται στα πολλά χέρια μιας περίπλοκης και άνευ συντονισμού και αποτελέσματος δημόσιας διοίκησης. Πίστευουμε, πως είναι επιτακτική η ανάγκη αναδιάρθρωσης του θεσμικού πλαισίου στήριξης των ΜΜΕ και δημιουργίας ευνοϊκότερων όρων αναπτυξής τους ειδικά σε αυτή την περίοδο κρίσης που ταλανίζει τη χώρα μας.
Παναγιώτης Μπάρκας-Φαίη Θειακού