Λευκάδα: Η οικογενειακή αντανάκλαση μίας προσωπικής ιστορίας

στις

4-6Το νησί το ξέρω από τον πατέρα μου. Βέρος Λευκαδίτης ο ίδιος έχει συνδέσει τις μνήμες της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας  με τις δικές μου εικόνες για τη Λευκάδα. Χρόνια τώρα σκέφτομαι πως κάπως έτσι έχουμε μεγαλώσει όλα τα παιδιά που οι γονείς μας έζησαν σε έναν τόπο και έφυγαν για δουλειά σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Η γιαγιά και ο παππούς φάνταζαν πάντα ως ο κρίκος που μας συνέδεε με το νησί. Ιδιαιτέρως τα καλοκαίρια, που μαζευόταν το σύνολο της οικογένειας γύρω από το τραπέζι και η θάλασσα, που φαινόταν από το μπαλκόνι, συμπλήρωνε το κάδρο της οικογενειακής φωτογραφίας που αποτύπωνε τη χαρά της στιγμής.

Η καθημερινότητα στο νησί έμοιαζε διαφορετική. Άλλωστε, το καλοκαίρι έχει πάντα τον τρόπο να προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη ομορφιά στα ελληνικά νησιά και η Λευκάδα λες και άνθιζε στα μάτια όσων βρισκόντουσαν εκεί με τις ηλιαχτίδες να ακουμπούν τις χρυσές της ακτές και τον κόσμο να αναζητά τη δροσιά της θάλασσας της κάποιο Αυγουστιάτικο πρωινό.

Από παιδί, δεν υπήρχε καλοκαίρι που να μην πέρασα στο νησί, βλέποντας εικόνες και κάνοντας φίλους με τους οποίους μαζί ανακαλύπταμε τις ομορφιές του. Σε αυτό το προσωπικό άλμπουμ οι διηγήσεις της οικογένειάς μου και οι αναμνήσεις τους σε αυτό, σμίλευαν τη δική μου Λευκάδα, σαν κομμάτια ενός πάζλ που συνεχώς ανανεώνεται.

Πολλές φορές θέλησα να κάνω αυτές τις εικόνες, αυτά τα συναισθήματα, να διαρκέσουν περισσότερο και έβγαζα φωτογραφίες. Με τη φωτογραφική μου μηχανή ένιωθα πως έχω τη δυνατότητα να αιχμαλωτίσω τα συναισθήματα της στιγμής καθώς, οι φωτογραφίες έχουν τη μοναδική ικανότητα να αποτυπώνουν μία παρελθοντική στιγμή που ανακαλείται στο παρόν και συντηρείται στο μέλλον.

Σε κάθε φωτογραφία που παρατηρούσα μετά, έβλεπα μία αντανάκλαση συναισθημάτων, αντανάκλαση όλων εκείνων των γνωρισμάτων που φοβάσαι μη χαθούν με το πέρας των ετών όπως η χαρά, η ευτυχία, το αίσθημα πως ανήκεις κάπου ακόμα και όταν είσαι μακριά, το αίσθημα ότι κάτι και κάποιοι σε περιμένουν.

Θυμάμαι τις βόλτες στο Περιγιάλι, κρατώντας το χέρι του παππού μου και το σταμάτημα για χαιρετισμούς στο δρόμο που πάντα κατέληγαν στο ερώτημα «Ποιανού από τα παιδιά σου είναι η μικρή; του μεγάλου ή του μικρού;» με εμένα να μπαίνω στη συζήτηση και να δηλώνω ποιος είναι ο πατέρας μου.

Θυμάμαι ακόμη την ημέρα να δίνει τη θέση της στη νύχτα και από την ήσυχη, τότε, παραλία του Πασσά και τη μεσημεριανή ραστώνη να πηγαίνουμε στην πόλη και το Νυδρί, μέρη που προσέλκυαν τους περισσότερους επισκέπτες εκείνη την περίοδο, και μαζί με τους γονείς μου να παρατηρούμε τα καραβάκια που ήταν δεμένα στη μαρίνα και τον θρυλικό Σκορπιό, του Ωνάση, τη Μαδουρή του Βαλαωρίτη και, φυσικά, το ωραίο Μεγανήσι, που παρά τον αυξημένο τουρισμό διατηρεί ακόμα την φυσική ομορφιά του.

Και ήταν αυτή, η παλιά αθωότητα των ματιών που ανακαλύπτουν κάτι καινούριο, την ομορφιά που κρύβει το φυσικό τοπίο της περιοχής, που μου φέρνουν ακόμα το χαμόγελο καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.

Βλέπετε, όλοι όσοι μεγαλώσαμε με μία καταγωγή, μπορεί να μην γεννηθήκαμε στο μέρος αυτό, και, ίσως, να περάσαμε μόνο κάποια καλοκαίρια μας εκεί, όμως πιστεύω πως όλοι μας νιώθουμε ότι κάτι δυνατό μας συνδέει με αυτά τα μέρη, ότι μας συντροφεύουν στην καθημερινότητά μας.

Θεωρούσα πάντα, πως όταν αγαπάς έναν τόπο η μόνιμη φυσική παρουσία δεν αντανακλά απαραιτήτως την ικανότητά σου να τον εκτιμάς και να τον πονάς για τις ιδιαιτερότητες και τα γνωρίσματα που αυτός έχει.

Γιατί ακόμα και σήμερα, που η φυσική παρουσία των παππούδων μου έχει πια χαθεί, κάθε φορά που ταξιδεύω στη Λευκάδα σε κάθε γέλιο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου βλέπω εκείνους, σε κάθε χαμόγελο ενός μικρού παιδιού που κρατάει τους γονείς του από το χέρι θυμάμαι τους δικούς μου γονείς και τις βόλτες μας στο νησί καθώς, εκείνοι μου μιλούσαν για την ιστορία του, τη μουσική και τις παραδόσεις του.

Και είναι τα λόγια και οι ιστορίες της γιαγιάς και του παππού που καθισμένοι στο μπαλκόνι με το γλυκό χαμόγελο τους, παρά τις δυσκολίες που βρέθηκαν στο δρόμο τους και το πέρασμα των ετών που φανέρωναν οι ρυτίδες που είχαν σχηματιστεί στο πρόσωπό τους, που βλέποντας τη θάλασσα μου έλεγαν: «Η ζωή είναι σαν τη θάλασσα, άλλοτε ήρεμη και άλλοτε ανήσυχη. Αυτό που θα σε κρατάει σε κάθε φουρτούνα της είναι το λιμάνι σου. Το μέρος που θα σου θυμίζει αυτό που είσαι, και που θα θες να γυρνάς εκεί» και για εμένα αυτό είναι η Λευκάδα.

Απάντηση