Η άφιξη

στις

Στεκόταν στο μπαλκόνι. Αγέρωχη, μέσα στο μαύρο ρούχο της που χρόνια τώρα έντυνε το μικροκαμωμένο της σώμα και πολλές φορές, σκεφτόμουν πως, αντικατόπτριζε τη συννεφιά που υπήρχε στη ζωή της απόρροια δυσκολιών και απωλειών.

Κοιτώντας τα μάτια της διέκρινα πάντοτε τη ζεστασιά που μπορεί να βρει κανείς μόνο στην οικογένεια και που τώρα, καθώς μπαίναμε στην αυλή του σπιτιού γινόντουσαν πιο ζωηρά παρά τα χρόνια που είχαν περάσει προσθέτοντάς της γλυκιές χαρακιές γύρω από αυτά καθώς, και στις γωνίες του προσώπου της.

Τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής τα ζούσε σπάνια πια. Η ιστορία της, μία από τις εκατοντάδες, ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80 στη Λευκάδα, όταν το νησί αποτέλεσε λιμάνι φυγής, όπως και πολλά άλλα μέρη της χώρας μας, για τους νέους που προσδοκούσαν περισσότερες ευκαιρίες και μια καλύτερη ζωή ταξιδεύοντας με προορισμό τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας.

Έτσι και τα παιδιά της, που είχαν καιρό τώρα αφήσει την οικογενειακή εστία πίσω τους, όταν γυρνούσαν στο Περιγιάλι έδιναν πνοή στη ζωή της και νόημα στις μέρες της. Η άφιξη που σηματοδοτούσε η επιστροφή τους ένιωθα πως αποτελούσε τη μόνη λύτρωση για εκείνην από εκείνο το εσωτερικό brain drain που είχε χωρίσει την οικογένεια σε κομμάτια και την ένωνε και πάλι τρεις φορές το χρόνο, κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα.

Ανεβαίνοντας τη σκάλα την άκουσα να κινείται αργά και φτάνοντας στο τελευταίο το σκαλί την είδα να μας περιμένει χαμογελώντας στην ανοικτή την πόρτα. Το κλειδί της που τώρα βρισκότανε πιασμένο σε ένα κορδονάκι, μάρτυρας της δυσκολίας της μνήμης να συγκρατήσει τη θέση των απλών και καθημερινών πραγμάτων, άνοιγε σε εμάς την πόρτα στην καθημερινότητά της που η απόσταση τόσο μας είχε στερήσει.

Σταθήκαμε στην είσοδο για λίγο, πιασμένοι σε μια αγκαλιά που έλεγες πως ένωνε και πάλι την πορεία της ζωής μας η οποία, κινούμενη σε παράλληλους χρόνους, βίωνε μία εντελώς διαφορετική καθημερινότητα και που το λίγο διάστημα που θα μέναμε μαζί, θα παλεύαμε να αποτυπώσουμε σε λέξεις και προτάσεις.

Εκείνο το βράδυ, καθώς κινούταν προς την κρεβατοκάμαρά της κάθισε για λίγο στην πόρτα μου και σιγοψιθύρισε «τι θα κάνεις αύριο;» Η γιαγιά μου που συνήθιζε να ξυπνά νωρίς, για να προλάβει τις δουλειές της ημέρας σε εκείνη την ερώτηση έκρυβε την έννοια της. Την αγωνία της να προλάβει να μας δει, να μοιραστεί στιγμές μαζί μας που θα είναι ικανές να δώσουν σχήμα στις αυριανές της αναμνήσεις που χρόνια τώρα, μένοντας μακριά μας, είχε τόσο ανάγκη, όπως άλλωστε και εμείς.

Και εάν, πράγματι, η ζωή μπορεί να λειτουργήσει σαν άλλο ορχηστρικό κομμάτι τη σύνθεση της οποίας γράφουμε εμείς, οι παππούδες, νιώθω πως, κατά κάποιο τρόπο οδηγούν τη σύνθεση αυτή σαν τη μουσική μπαγκέτα που δίνει το ρυθμό στη δική μας, των παιδιών των παιδιών τους, ζωή. Ενώνοντας μας με τρόπο ξεχωριστό, από κάθε άλλο, με τον τόπο μας καθιστώντας την άφιξή μας στη Λευκάδα διαφορετική από όσους απλώς την επισκέπτονται.

Η ημέρα του αποχαιρετισμού όμως έρχεται πάντα γρήγορα και τα σύννεφα που σκέπαζαν τώρα τον ουρανό δεν πτόησαν τη γιαγιά μου που βρέθηκε πάλι στο μπαλκονάκι για να μας δει να φεύγουμε. Τα μάτια της, ντυμένα με ένα αλλόκοτο φως στο οποίο η λύπη και η προσμονή έμοιαζαν συνοδοιπόροι, παρατηρούσαν το αυτοκίνητό μας. Και εκεί, καθώς οι τροχοί γυρνούσαν επάνω στα χαλίκια του δρόμου έστρεψα και εγώ το βλέμμα μου επάνω της παρατηρώντας την να ρίχνει νερό στο δρόμο μας για να σχηματίσει με έναν παραδοσιακό συμβολισμό την ευχή της για καλό ταξίδι στην επιστροφή μας για Αθήνα.

Αυτές οι εικόνες με έκαναν για χρόνια να φοβάμαι πως η φυσική απουσία των παππούδων θα αποτελούσε και την άρση της σταθερής επαφής μου με το νησί. Όμως, γρήγορα, αμφισβήτησα την ανησυχία μου αυτή. Γιατί σήμερα, η άφιξή μου σε αυτό μπορεί να μην βρίσκει τη γιαγιά μου στο μπαλκονάκι να με περιμένει αγέρωχη, τη βρίσκει όμως σε όλα εκείνα που μου έμαθε, στα μέρη εκείνα που επισκεφθήκαμε μαζί και στα πολλά περισσότερα που μου δίδαξε στωικά με την παρουσία της.

Και, ίσως, τη βρίσκει ακόμα πιο έντονα σε εκείνο το ρυάκι που περνά σταθερά και για χρόνια μπροστά από το σπίτι μας και που μοιάζει σαν να έγινε εκείνη το καθαρό νερό που τόσα χρόνια μας έριχνε από το μπαλκόνι της.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λευκαδίτικος Λόγος την 29η Ιουνίου του 2018.

Απάντηση