Όταν το όνομα που αρμένιζε στο πέλαγος σβήνει στη στεριά

στις

Η αίθουσα ήταν ζεστή παρά την στενοχώρια που απέρρεε από τις εικόνες που είχαν στηθεί πλάι-πλάι στους λευκούς της τοίχους. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχα ανεβεί τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν σε αυτό το κομψό, νεοκλασικό κτίριο των αρχών του 20ου αιώνα και το οποίο, κάποτε στέγαζε το ταχυδρομείο της πόλης. Για μια στιγμή, συλλογίστηκα πως το «κάποτε» είναι μία λέξη που επιστεγάζει πολλές στιγμές και έννοιες του παρόντος, σαν να αποτυπώνει στον προφορικό και γραπτό λόγο μας το αίσθημα της νοσταλγίας για το παρελθόν, τότε που όλα γινόντουσαν αλλιώς, «κλείνοντας» σε μία λέξη το ανικανοποίητο του σήμερα.

«Ελεύθερη είσοδος» μου λέει χαμογελώντας η κυρία που στέκεται έξω από την αίθουσα. Σκέφτομαι πως, ίσως, αυτή η πολιτική, συνειδητά ή ασυνείδητα, να είναι η πρώτη σύνδεση του επισκέπτη με το θέμα της έκθεσης κάνοντάς τον να αισθανθεί ελευθερία όμοια, με εκείνη που προσέφεραν αυτά στους ιδιοκτήτες τους καθώς, και σε όσους είχαν επιφορτιστεί με την κατασκευή τους.

Στεκόμενη στο κατώφλι της αίθουσας, που είχε το σχήμα τόξου, έβλεπα τη νησιωτική πολιτιστική μας κληρονομιά και ιστορία να χάνεται στην άβυσσο του πάτου της θάλασσας. Άβυσσος και αδιαφορία που δεν απείχε και πολύ από εκείνα τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν σε όσους βρέθηκαν να την διαχειρίζονται.

Δεν ξέρω ποιος είναι πιο συγκλονιστικός τρόπος να καταστρέψεις έναν άνθρωπο, να του στερήσεις το μέσο με το οποίο νιώθει και ζει ελεύθερος ή, ακόμη χειρότερα, να τον οδηγήσεις, με πρόσχημα την «ελευθερία», να κάνει αυτή την επιλογή για τον εαυτό του. Τα ρημαγμένα καΐκια που στέκονταν εκεί, μπροστά μου, καρφωμένα στους τοίχους της Δημοτικής Πινακοθήκης Πειραιά, σε μία έκθεση που μιλά για την δική μας ευθύνη στο τέλος της ελευθερίας αυτής με το όνομα «The Duty of Memory» και φωτογραφίες του Stefano Benazzo, ένιωσα πως αντικατοπτρίζουν το τέλος εποχής που είχε έρθει πολύ προτού συγκλονίσει την κοινωνία και την οικονομία μας η έλευση των μνημονίων, η έλευση των ξένων, καταδεικνύοντας πως πρώτοι εμείς σταθήκαμε αδιάφοροι μπροστά σε αυτήν την κληρονομιά.

Τα καΐκια, με τα ζωηρά χρώματα που ντύνουν αυτά τα ξύλινα σκαριά, έδιναν και δίνουν χρώμα στις ελληνικές θάλασσες και κυρίως, αποτέλεσαν και αποτελούν ένα μέσο απόκτησης εισοδήματος για τους ανθρώπους των νησιών της χώρας μας. Μέρα και νύχτα, δεκάδες ονόματα, τα οποία συμβολίζουν, συνήθως, αγαπημένα πρόσωπα ή Αγίους, γέμιζαν τα πελάγη της Ελλάδας, φέρνοντας ένα δύσκολο, μα αξιοπρεπές, μεροκάματο στους ανθρώπους που επέβαιναν σε αυτά.

Κάποτε, η καθέλκυση κάθε τελειωμένου σκαριού ήταν μία πραγματική γιορτή γνωστή και ως γιορτή του ταρσανά και περιελάμβανε ψαλμωδίες, αγιασμό του σκαριού το οποίο συνοδευόταν από γλέντι με μουσικά όργανα. Κάθε καΐκι, αποτελούσε μάρτυρα της ξεχωριστής προσωπικότητας του μάστορά του αλλά, και της διαχρονικής ιστορίας μιας ολόκληρης οικογένειας που ζούσε από αυτό.

Άλλωστε, πόσα παιδιά, αμούστακα ακόμα, δεν βγήκαν στις θάλασσες πλάι στον πατέρα τους βοηθώντας τον στο ψάρεμα, φέρνοντας στο σπίτι ψάρια και χρήματα για να ζήσουν οι υπόλοιποι;

«Το καράβι το γέννησε η ανάγκη, μα αυτή η σκληρή, η αναίσθητη, η αγέλαστη ανάγκη μεταπλάσθηκε, κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο, σε αγάπη, σε παλληκαριά, σε ενθουσιασμό, σε μεράκι, κι από ένα δεμάτι ξύλα, βουβό κι άψυχο, δίχως εμορφιά, δίχως πνοή, γίνηκε σιγά-σιγά, το εμορφότερο έργο των χεριών του ανθρώπου, έργο τέλειο, ολοζώντανο, που τον κάνει να το χαίρεται και να το θαυμάζη, σαν να μην το έκανε αυτός. Το καράβι είναι σαν τον άνθρωπο, που ο Θεός πρώτα έπλασε το κορμί του κι ύστερα του φύσηξε την ψυχή «και εγένετο εις ψυχήν ζώσαν»

Και αυτοί η «ψυχήν ζώσα» που περιέγραφε ο Φώτης Κόντογλου στον Γιαβά τον θαλασσινό, σήμερα πόσο αφήνεται στην τύχη της χωρίς καμία προσπάθεια να περισωθεί, και εκείνη, μαζί με την ψυχή εκείνων των ταρσανάδων, των ανθρώπων που με την τέχνη τους δημιουργούσαν αυτά τα ξύλινα σκαριά με τέτοιο τρόπο, ώστε οι ιδιοκτήτες τους να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες του καιρού και της ζωής που έμοιαζαν πολύ με τη θάλασσα.

Ενδεχομένως, κάποιοι να σκεφτούν πως ναυτική πολιτιστική κληρονομιά των ελληνικών θαλασσών πλέον κινδυνεύει. Ο κίνδυνος όμως δεν είναι ορατός σε αυτή την έκθεση. Γιατί σε αυτή, κυριαρχεί η μνήμη για κάτι που αφέθηκε στην τύχη του χωρίς ίχνος προβληματισμού και χωρίς ποτέ να αναγνωρισθεί η πραγματική του αξία του.

Απάντηση