Στη Βοστώνη, στο κεντρικό νοσοκομείο της πόλης το Massachusetts General Hospital και συγκεκριμένα στο χειρουργικό αμφιθέατρο του κτιρίου Bulfinch Building το φθινόπωρο του 1846 πραγματοποιήθηκε η πρώτη επέμβαση με γενική αναισθησία.
Προς έκπληξη του κοινού που την παρακολουθούσε, ο ασθενής, Edwart G. Abbott ο οποίος είχε διαγνωστεί προηγουμένως με όγκο στον λαιμό έπειτα από την χορήγηση αιθέρα από τους γιατρούς δε έκλαιγε από τον πόνο όπως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Και εκεί, μέσα στην αίθουσα αυτή που έμεινε γνωστή έκτοτε ως Ether Dome, γράφτηκε η ιστορία της πρώτης, δημόσιας, χωρίς πόνο χειρουργικής επέμβασης.
Η καταγραφή του συγκεκριμένου γεγονότος, πέρα από τις αφηγήσεις των γιατρών και του κόσμου που ήταν εκεί, πιστοποιήθηκε με τη λήψη φωτογραφιών εκείνης της εποχής καθώς, και με τη δημιουργία πινάκων ζωγραφικής. Όμως, εδώ και περίπου 20 χρόνια, έπειτα από αίτημα του ίδιου του νοσοκομείου, έχει απεικονισθεί στην πλήρη του διάσταση μέσα από έναν νέο πίνακα που παρουσιάζει την επέμβαση ή κατά πολλούς τη στιγμή της σύνδεσης του παρελθόντος με το μέλλον.
Πράγματι, η εξέλιξη της ιατρικής έπειτα από το μακρινό 1846 καθώς, και η είσοδος νέων τεχνολογιών είναι ραγδαία και τα αποτελέσματά τους εντυπωσιακά. Αυτές οι εξελίξεις δεν ήρθαν εύκολα και πολλές συζητήσεις έπρεπε να γίνουν προτού υιοθετηθούν αλλά, κυρίως, κατανοηθούν ως προς την αναγκαιότητά τους.
Ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα των ασθενών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πως κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για την ολιστική προσέγγιση της φροντίδας υγείας. Άλλος σχεδιάζει την πολιτική, άλλος την εφαρμόζει και άλλος την πληρώνει. Και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η λιτανεία της μιζέριας, συναγωνιζόμενη με την ρουτίνα, σκεπάζει τις περισσότερες φορές το εθνικό σύστημα υγείας.
Ωστόσο, πέραν της επιστήμης, εξελίσσονται και οι ασθενείς. Κάποτε υπήρχε η τέχνη του να είναι κάποιος γιατρός, φαρμακοποιός ή νοσηλευτής. Όμως, στο σύγχρονο υγειονομικό περιβάλλον βλέπουμε πως δημιουργείται και πως εξελίσσεται η τέχνη του να είναι κανείς και ασθενής. Ασθενής καλά πληροφορημένος για τις επιλογές που έχει και για τις πολιτικές υγείας που φέρνουν οποιαδήποτε αλλαγή στην καθημερινότητά του.
Το κόστος, έπειτα και την οικονομική κρίση, είναι μία από τις μεγαλύτερες απειλές κάθε υγειονομικής μεταρρύθμισης. Οτιδήποτε φέρει μπροστά του τη λέξη νέο αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, τις περισσότερες φορές, παρά του ότι εξίσου τόσες συνοδεύεται και από ένα μεγάλο εύρος αποδείξεων.
Και εδώ, προκύπτει, ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα, αυτό της ολιγωρίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας να κρίνει ορθά και έγκαιρα καθώς, και να ακολουθήσει τις βέλτιστες πρακτικές οι οποίες έχουν αποδείξει πως μπορούν να κάνουν πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό το σύστημα και, κυρίως, πιο ευχαριστημένους και ασφαλείς τους ασθενείς.
Αυτό, είναι κάτι που σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με την προσπάθεια που καταβάλλεται καθημερινά από την πλειονότητα του υγειονομικού προσωπικού. Οι άνθρωποι που εργάζονται στο σύστημα υγείας δουλεύουν πολλές ώρες καλύπτοντας και αναλαμβάνοντας ευθύνες με σκοπό να εξυπηρετήσουν την ολοένα και αυξανόμενη τάση των ασθενών που εισρέουν κυρίως, στα δημόσια νοσοκομεία.
Οι άνθρωποι αυτοί, πασχίζουν να προσφέρουν υψηλής περιπλοκότητας και ζήτησης υπηρεσίες υγείας εν τη απουσία της ορθής αξιολόγησης και υιοθέτησης των τεχνολογιών υγείας που τις πιο πολλές φορές τους λύνει τα χέρια.
Θυμάμαι, πως ένας καθηγητής μου στο μεταπτυχιακό μου είχε πει πως «η εξατομίκευση στην ιατρική θα έπρεπε να είναι το 5% και όχι το 95% αυτών των οποίων γίνονται».
Αυτός είναι και ο λόγος που οι επαγγελματίες υγείας και όσοι χαράζουν την πολιτική υγείας, αυτή την περίπλοκη, κατά πολλούς, επιστήμη που επιδιώκει να ορίσει τι είναι βέλτιστος τρόπος αντιμετώπισης όταν πρόκειται για μια ανθρώπινη ζωή, υπάρχει ανάγκη να βρίσκουν όλο και λιγότερο εμπόδια στις προσπάθειές τους. Αντιθέτως, τις περισσότερες φορές είναι οι προσπάθειες που αντιμετωπίζονται ως εμπόδιο.
Όλοι οι πολιτικοί-ανεξαρτήτως πολιτικού φορέα- επισημαίνουν πως θέλουν να βάλουν μέσα στην κουλτούρα λειτουργίας του Ε.Σ.Υ την πιο άμεση και αποτελεσματική απορρόφηση αυτών των πρακτικών, αυτών των τεχνολογιών. Αυτό, θα έλεγε κανείς, είναι ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία μπορούν να συμφωνήσουν.
Ο κίνδυνος πως η υιοθέτηση των νέων πρακτικών θα επιφέρει μη επιτρεπτά κόστη στην κοινωνία- ότι θα χάσουμε περισσότερα από αυτά που θα κερδίσουμε- είναι και ο πιο αιχμηρός, ως προς τη γραμμή επίθεσης που χρησιμοποιείται στη συζήτηση για την υγεία. Προβλήματα μπορούν να προκύψουν, όμως οι νέες τεχνολογίες εξελίσσονται, όπως θα έπρεπε. Και όταν οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να κατανοήσουν και να πετύχουν, η πρόοδος συνήθως επιτυγχάνεται.
Η ειλικρινής επιθυμία για διάλογο είναι και ο κύριος παράγοντας επιτυχίας. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Τεχνολογίας, Οικονομικών και Διοίκησης Υγείας που ξεκινά αυτή την Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πως η επιδιόρθωση του συστήματος υγείας δεν θα έρθει από μόνη της ούτε από την εκάστοτε νομοθεσία.
Το έργο αυτό απαιτεί ταλαντούχους και αφοσιωμένους επαγγελματίες τόσο σε κυβερνητικές θέσεις, πανεπιστήμια, νοσοκομεία αλλά και στην ίδια την κοινωνία οι οποίοι και κατανοούν πως το μέλλον του εθνικού συστήματος υγείας εξαρτάται από τις ικανότητές των ίδιων, να έρθουν σε επικοινωνία, να παρακάμψουν τις ιδεολογικές τους διαφορές και να ξεκινήσουν έναν ειλικρινή διάλογο προς όφελος του ασθενή.
Και όλα αυτά θα συμβούν στο συνέδριο του Πανεπιστήμιο Πειραιά (το πρόγραμμα διαθέσιμο εδώ)