Αυθεντική δικαίωση με λάθος τρόπο

στις

Γιατί η βία δεν καταργεί τις αντιστάσεις και τους φόβους, αλλά ενισχύει τους «αγροίκους» των καιρών μας.

Ασφυξία, καταθλιπτική ατμόσφαιρα, αδιέξοδο. Οι τρεις αυτές λέξεις περικλείουν την ουσία του βίντεο της ταινίας «ο Αδελφός μου» που την Τρίτη αναπαράχθηκε μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η ταινία αυτή του Θοδωρή Παπαδουλάκη φέρνει στην επιφάνεια τις βασικές ψυχικές προϋποθέσεις με τις οποίες προσεγγίζεται η κοινωνική πραγματικότητα μετά τη βόλτα στα Χανιά ενός έφηβου αγοριού με την αδελφή του η οποία αντιμετωπίζει σοβαρή κινητική αναπηρία. Σε αυτή, προβάλλεται η ιδέα μιας αυθεντικής δικαίωσης που αντιβαίνει και έρχεται ως συνέπεια της δύσκολης πραγματικότητας που βιώνει η ομάδα αυτή των συνανθρώπων μας καθώς, και οι οικογένειές τους.

Η οικονομική κρίση λειτουργεί συνδυαστικά με την κοινωνική εξουθένωση κάνοντάς μας κοινωνούς μίας φιλοσοφίας ματαιότητας που διακατέχει, δυστυχώς, την πλειονότητα της κοινωνίας μας και, η οποία, στηρίζει την ύπαρξή της στην παθητικότητα και την λυτρωτική αδιαφορία. Και, ενώ λέξεις όπως «σεβασμός» και «ισότητα» παρέχουν μία καθησυχαστική λάμψη μέσα στη δεινή αυτή καθημερινότητα είμαστε αρκετά μακριά ακόμα από την κοινωνία εκείνη που θα τις κατανοεί και θα τις ενστερνίζεται.

Πράγματι, κάθε τίμιος με την ψυχή του άνθρωπος οφείλει να αντιδράσει σε αυτού του είδους τις κοινωνικές ανισότητες που καθιστούν αδύνατη την καθημερινότητα οποιασδήποτε ομάδας συμπολιτών μας αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Όμως, ο ίδιος οφείλει να αντιδράσει όχι μέσα από την βία. Γιατί αυτή, δεν καταργεί τις αντιστάσεις και τους φόβους, δεν εξημερώνει τους «αγροίκους» των καιρών μας.

Οφείλει, αυτός ο τίμιος άνθρωπος να παλέψει για δικαίωση μέσω της παιδείας, μέσω του κοινωνικού παραδείγματος ακολουθώντας το παράδειγμα των ίδιων των θυμάτων βίας, λεκτικής, σωματικής, ψυχικής, και των οικογενειών τους που πρώτοι εκείνοι παραβλέπουν τον ρατσισμό, κατακρίνουν την βία και συνεχίζουν να επιμένουν στην αισιόδοξη πλευρά της ζωής.

Ωστόσο, ελλείψει μίας συνεκτικής άποψης για το πώς οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ζήσουν ισότιμα και με αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος της ζωής τους έχει επιτραπεί στις μοίρες μας να κυριαρχούνται από τα ένστικτά μας. Ένστικτα που πολλές φορές εκφράζονται με τη βία. Είναι αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς αυτή την ορμή με την οποία η βία διαπερνά τα γεγονότα που συμβαίνουν στον τόπο μας.

Η επιστήμη έχει δείξει πως ο εγκέφαλος μας έχει δύο τρόπους να αξιολογεί εμπειρίες όπως ο πόνος: ο πρώτος αφορά το πως αντιλαμβανόμαστε αυτές τις εμπειρίες εκείνη τη στιγμή που συμβαίνουν και ο δεύτερος πως τις βιώνουμε αφού έχουν συμβεί.

Και ίσως αυτό να είναι το μαρτύριο που διαδραματίζεται στη ζωή του νεαρού αγοριού της ταινίας. Δηλαδή, εάν θα υπακούσει στη θύμηση όσων είχε βιώσει σε εκείνη τη βόλτα: την αδιακρισία, την αδιαφορία και την δυσκολία κίνησης σε μία, κατά τα άλλα, όμορφη πόλη ή εάν θα ακούσει τον εαυτό τη στιγμή που βίωσε τη βία αντιλαμβανόμενος πως ο πόνος είναι ο σπόρος που καλλιεργείται από τις επιδράσεις της και που εκτονώνοντάς τον πάνω σε άλλους τίποτα δε θα άλλαξει στην καθημερινότητα της αδελφής του και της οικογένειάς του για την οποία τόσο νοιάζεται.

Με άλλα λόγια, η βία δε θα μεταμορφωθεί στην αναγκαία ενσυναίσθηση που θα κάνει την κοινωνία να μεταβάλλει τη στάση της και, κυρίως, να μεταβάλλει το πώς διαμορφώνει και συντηρεί την πρόσβαση των κατοίκων στις πόλεις της.

Αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις τόσο της ταινίας όσο και της αφίσας που αντιστοίχως είδε το φως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτό γιατί, πιστεύω πως έρχονται στο προσκήνιο με την ελπίδα να συμβάλλουν έστω και λίγο στην αλλαγή των στερεοτύπων, στη θεσμοθέτηση βασικών αρχών και στην ισότιμη αντιμετώπιση των ανθρώπων αυτών από την κοινωνία μας. Έρχονται να μιλήσουν για μια ιστορία όμως στις ιστορίες είναι το τέλος που μετράει.

Σίγουρα, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως τη ζωή του. Η φυσική, η βιολογία και τα ατυχήματα βρίσκουν τρόπους να παρεισφρύουν στην ιστορία αυτή. Αλλά δεν είμαστε αβοήθητοι. Μπορούμε να διαμορφώσουμε τις ιστορίες μας.

Η ιστορία αυτών των δύο παραδειγμάτων, της ταινίας και της αφίσας, θα πρέπει να εκφράσει την αναπηρία ως μίας μορφής κοινωνική καταπίεση και όχι ένα είδος βλάβης. Η βία δε θα καταστήσει κατανοητή αυτή τη διαφοροποίηση. Αυτό θα το κάνει η παιδεία.

Γιατί εκείνη είναι η μόνη που θα μας κάνει να πάψουμε να ακολουθούμε την εικόνα μιας σκιάς σε χρόνο αόριστο η οποία αντανακλάται στην βία και θα μας επιτρέψει να οδηγήσουμε τους εαυτούς μας στην γεμάτη σοφία, ανατροπή και αξιοπρέπεια ισότιμη κοινωνία που δεν είναι αδύνατη αλλά πρέπει να σφυρηλατηθεί επάνω σε σωστά ιδανικά.

Απάντηση