Η περιστασιακή σκληρότητα της ζωής στην επαρχία, απαλύνεται μέσα από τον πολιτισμό. Αυτή, είναι η εικόνα μιας νησιωτικής πρωτεύουσας που επιζητά την ανακούφιση και την ελπίδα που η τέχνη προσφέρει.
Ο τίτλος ίσως σας κάνει να αναλογιστείτε χιλιομετρικές αποστάσεις. Μπορεί, ακόμη και να υπολογίσατε ήδη το χρόνο στη βάση της εμπειρίας σας ή της αντίληψης σας μέσα από όσα έχετε διαβάσει ή ακούσει. Εάν, όμως, διατηρήσετε σε εγρήγορση όλες αυτές τις νοητικές και βιωματικές σας αισθήσεις και εμπειρίες θα προβληματιστείτε ως προς την απάντηση.
Οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας μας συνοδεύουν βαθιά. Η οικογένεια μέσα στην οποία μεγαλώνουμε, το μέρος που περνάμε τις στιγμές μας, η οικονομική μας κατάσταση ακόμη, και η εποχή στην οποία θα ζήσουμε είναι όσα χαράσσουν μία ουσιαστική γραμμή στην καμπύλη εξέλιξης αυτής της προσωπικής μας διαδρομής.
Και το ερώτημα στον τίτλο προσεγγίζει αυτήν ακριβώς τη βιωματική απόσταση που χωρίζει τις δύο αυτές περιοχές όπως, και κάθε άλλη πόλη της χώρας μας που βρίσκεται μακριά από την πρωτεύουσα.
Στις επαρχίες της Ελλάδας μπορεί κανείς να διακρίνει την πρόσδεση στην παράδοση, σε διαφορετικό, βεβαίως, βαθμό και ένταση. Αυτό είναι κάτι διάχυτο και διακριτό στις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται ιδιαιτέρως, τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί, όπου τα χωριά ξαναζωντανεύουν, οι οικογένειες και οι φίλοι σμίγουν και η πόλη ξαναζεί.
Και είναι αυτή, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας, να διατηρήσει τη φλόγα της τέχνης και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων ζωντανή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν οι επισκέπτες φεύγουν αλλά οι ανάγκες για πολιτισμό παραμένουν.
Σίγουρα, κάθε τόπος έχει ριζωμένη τη δικιά του φιλοσοφία ως πως το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα όμως, εκείνο που παραμένει κοινό είναι η κοινωνική απομόνωση στην οποία μας έχει οδηγήσει η καθημερινότητά μας και την οποία, φαίνεται, ότι κληροδοτούμε στα παιδιά μας.
Η τεχνολογία και η εξέλιξή της μπορεί να μας ωθεί σε μία άμεση κοινωνική σύνδεση ωστόσο, κρατά πολλές φορές την επαφή μας με τους άλλους δέσμια στα στενά πλαίσια μιας οθόνης την σημασία της οποίας έχουμε καταστήσει ως δείκτη των συναισθημάτων που βιώνουμε καθώς, και του πως τα εκφράζουμε.
Εάν, ωστόσο, η πολιτισμική και φιλοσοφική όψη του νομίσματος αποτελεί τη μία διάσταση τότε η γεωγραφία αποτελεί την άλλη. Γιατί αυτή, οδηγεί στο ενδεχόμενο της σύνδεσής μας με έναν άλλο τρόπο εμπλουτισμού της καθημερινότητάς μας, αυτόν στον οποίο μας οδηγεί η τέχνη με όποιο τρόπο και εάν αυτή εκφράζεται.
Τα τελευταία χρόνια η τέχνη όλων των ειδών ανθεί στην Αθήνα. Αρκεί μία βόλτα προς και στα πέριξ της πλατείας Συντάγματος για να αισθανθεί κανείς πως το κέντρο ζει ξανά μέσα από τα θέατρα και τις μουσικές σκηνές, μέσα στα μουσεία και έξω από αυτά. Στην επαρχία από την άλλη, κάποια από αυτά τα έργα ταξιδεύουν το καλοκαίρι γεμίζοντας τα δημοτικά θέατρα και τα πνευματικά κέντρα. Όμως, ο δύσκολος χειμώνας, τότε που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για νέες εικόνες, για έμπνευση και παρηγοριά τα οποία μόνο η τέχνη μπορεί να προξενήσει και να προκαλέσει, τα θεάματα είναι λίγα και, αντιστοίχως, είναι λίγες και οι ευκαιρίες γι’ αυτή την εσωτερική αναζήτηση.
Πράγματι, οι άνθρωποι που ζουν σε πόλεις μακριά από την πρωτεύουσα είναι επιρρεπείς στην άποψη πως τα πιο ενδιαφέροντα πολιτιστικά δρώμενα συμβαίνουν στην Αθήνα. Και δε θα πω αδίκως. Είναι κάτι το οποίο αποτελεί ενστικτώδη πεποίθηση στη βάση της δόμησης της κοινωνίας μας και της προσοχής που έχει δοθεί στην πρωτεύουσα της χώρας μας.
Οι κάτοικοι της Αθήνας είναι συνηθισμένοι στο να βλέπουν σημαντικά έργα, παραστάσεις και ηθοποιούς να γεμίζουν τις αίθουσες των κλασικής αρχιτεκτονικής κτιρίων της δίνοντας την ευκαιρία στους θεατές τους να προσεγγίζουν τον κόσμο με ελπίδα και ανοιχτό μυαλό συγκεντρώνοντάς τους γεγονότα στα οποία οι ίδιοι θα μπορέσουν ασυνείδητα ή συνειδητά να εξασκήσουν τις προσδοκίες και τις προσωπικές προβλέψεις τους.
Παρόλα’ αυτά η συσχέτιση αυτή δεν θα πρέπει να συνδεθεί με αιτιότητα. Αυτό, γιατί μπορεί να πει κανείς πως, πλέον, στις μικρές πόλεις ανά την Ελλάδα οι τοπικοί σύλλογοι διοργανώνουν συχνά παραστάσεις τον χειμώνα. Μπορεί να πει κανείς πως μορφωμένοι στην τέχνη άνθρωποι γυρνούν στους τόπους τους δημιουργώντας κίνητρα και σε άλλους να ακολουθήσουν και να συμμετάσχουν σε αυτές τις δράσεις. Όμως, όταν μία ιδέα ενσωματωθεί και περάσει στη λογική των ανθρώπων –ιδιαιτέρως όταν ένα οργανωμένο πλάνο δράσης για τον πολιτισμό των νησιών και των ορεινών χωριών της Ελλάδας από πλευράς πολιτείας δεν είναι συνεκτικό και συνεπές ως προς τις ανάγκες- είναι πολύ δύσκολο να την αντιστρέψεις.
Δεν ξαφνιάζει επομένως πως κάθε πολιτιστική δράση που πραγματοποιείται στα μέρη αυτά προσελκύει το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας, όπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία «Εθνικό Θέατρο απευθείας», μία συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου και της Βουλής των Ελλήνων. Ξαφνιάζει, το να συνεχίζουμε να μετράμε τις αποστάσεις με βάση μόνο το χρόνο και το ασφαλές ή όχι οδικό δίκτυο. Ο πολιτισμός δεν είναι δραστηριότητα πολυτελείας για τους κατοίκους της επαρχίας, αλλά κυριότερα: είναι ο τρόπος να προσεγγίσουν νέες ιδέες μέσα από το πρίσμα της εξέτασης, της περιέργειας, και του ανοιχτού μυαλού.
Η Λευκάδα είναι πιο κοντά πολιτισμικά από ότι χιλιομετρικά στην Αθήνα. Όμως, καθώς δεν υπάρχουν σήματα που να μετρούν τον πολιτισμό, όπως τα χιλιόμετρα, χρειάζεται να καταλάβουμε πως οι κάτοικοί της όπως και κάθε άλλης νησιωτικής ή μη πόλης της Ελλάδας δεν αγωνίζονται για το τι σημαίνει να είναι κανείς φιλότεχνος. Αγωνίζονται για το τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λευκαδίτικος Λόγος τον Δεκέμβριο του 2018.