Η ουσία των εξαγωγών στην σύγχρονη Ελλάδα

στις

Η οικονομία της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια στηρίζεται πολύ στις εξαγωγές των επιχειρήσεων. Οι εξαγωγές όμως δεν είναι απλά μία δραστηριότητα. Αποτελούν τη δέσμευση σε έναν συστηματικό τρόπο σκέψης, την αφοσίωση σε έναν μοναδικό τρόπο ανάδειξης της τεχνογνωσίας και του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μας και την επεξήγηση του κόσμου και της θέσης μας σε αυτόν μέσα από την “επικοινωνία” όχι μόνο προϊόντων αλλά, κυρίως, φιλοσοφιών.

Με αυτό ως δεδομένο, παρατήρησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρόσφατη ανάρτησή του Καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αριστείδη Χατζή, ενός εξαιρετικού επιστήμονα και ταλαντούχου ομιλητή, στην οποία αναρωτήθηκε και μελέτησε το ζήτημα του τι εξάγει και τι εισάγει η Ελλάδα το 1839.

Σύμφωνα με την μελέτη του η Ελλάδα, εκείνη την εποχή εξάγει:

Σταφίδες, καλαμπόκι, βαμβάκι, τυρί, σύκα, μέλι, λεμόνια, ριζάρι, λάδι, δέρματα, αλάτι, μετάξι, σουσάμι, σφουγγάρια, καπνό, χρωστικές ουσίες, μαλλί και κρασί.

Τι απ’ όλα αυτά αποδίδει περισσότερο (σε δραχμές);

Η σταφίδα (2,7 εκ.), το μετάξι (910 χ.) το κρασί (662 χ.) και το λάδι (410 χ.).

Σύνολο εξαγωγών 7.330.438,94 δραχμές.

Ενώ, εισάγει;

Ζώα (οικόσιτα), βούτυρο, καλαμπόκι, χαβιάρι, καφέ, φάρμακα, κεραμικά, αλεύρι, υαλικά, σερβίτσια, πυρίτιδα, δέρματα, λουλάκι, κλωστική κάνναβη, ζυμαρικά, μέταλλα, μεταποιημένα προϊόντα, καρφιά, χαρτί, ρύζι, αλίπαστα, μπαχαρικά, οινοπνευματώδη, αναψυκτικά, ζάχαρη, σαπούνι, ξυλεία.

Τι απ’ όλα αυτά μας κοστίζει περισσότερο (σε δραχμές);

Τα μάλλινα και βαμβακερά (4,8 εκ.) το καλαμπόκι (3 εκ.), η ξυλεία (1,3εκ.), τα μέταλλα (968 χ.), τα δέρματα (830 χ.), τα ζώα για κτηνοτροφία (792 χ.), η ζάχαρη (722 χ.), τα αλίπαστα (460 χ.), τα οινοπνευματώδη (459 χ.) και το σαπούνι (419 χ.).

Σύνολο εισαγωγών: 18.559.167,52 δραχμές.

Με αφορμή αυτό το στιγμιότυπο του εμπορικού μας ισοζυγίου σκέφτομαι, πως για όλες τις συζητήσεις σχετικά με τις παραγωγικές και, κατά συνέπεια, εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας μας που γίνονται σε συνέδρια και σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, αυτές με τη μεγαλύτερη ένταση και επίδραση, είναι ίσως εκείνες που συμβαίνουν μεταξύ μελών οικογενειών και φίλων, εκείνων δηλαδή των ανθρώπων που αναρωτιούνται πως μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τους όρους της κρίσης σε όρους ευκαιρίας στήνοντας και επεκτείνοντας τη δική τους επιχείρηση.

Αυτές οι αγωνίες, αποτελούν ουσιαστικά προέκταση μιας μακροβιότερης πηγής έντασης, η οποία έχει τις δικές της διακυμάνσεις, μεταξύ των ανθρώπων που ενδυναμώνουν το εμπορικό μας ισοζύγιο και εκείνων που θέτουν αναχώματα στην επίτευξη του θετικού προσήμου του.

Σήμερα, οι επιχειρήσεις που καινοτομούν και μετασχηματίζουν τις δυναμικές του εμπορίου προς όφελος της χώρας δεν θέτουν προς προβληματισμό στο δικό τους στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης μόνο τις προκλήσεις που, σαφώς αναμένεται να δεχθούν στο εξωτερικό αλλά, και, κυρίως, τις προκλήσεις του εσωτερικού, που είναι, ίσως, και οι πιο δύσκολες όχι μόνο ως προς την αντιμετώπιση αλλά, και ως προς την πρόβλεψη τους.

Και αυτό που οι τελευταίοι μήνες, κατά την άποψή μου, έχουν δείξει είναι πως η έλλειψη μιας συγκροτημένης άποψης του πως οι άνθρωποι των επιχειρήσεων μπορούν να επιτύχουν τον στόχο τους οδηγώντας μπροστά και την Ελλάδα εάν δεν έχει μείνει πίσω στο μακρινό 1839, έχει μείνει πίσω στον Ιούλιο του 2019.

Και ενώ το 1839 υπήρχαν καλές δικαιολογίες για το μεγάλο έλλειμμα-δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από την τελευταία μάχη και μόλις έξι χρόνια από τη φοβερή περίοδο της Αναρχίας όπως σημειώνει ο Καθηγητής- το 2019 δεν υπάρχει καμία και, αυτό, νιώθω πως έχει γίνει αντιληπτό από τους καθ΄ύλην αρμόδιους.

Αυτό κάνει κάποια συμπεράσματα ξεκάθαρα: Η οικονομία δε συγκροτείται από στιγμιότυπα. Αποτελεί ιστορία και ο σχηματισμός αυτής αποτελείται από τις στιγμές που κάτι συμβαίνει και το πώς αυτές οι στιγμές συνενόνται για τη δημιουργία ενός συνολικού αποτελέσματος προς όφελος της κοινωνίας.

Και, ενώ, μέχρι πριν κάποιους μήνες στεκόμασταν απέναντι σε δαχτυλιές σε λευκό καμβά που ενίοτε παρεκτρέπονταν και έξω από τα όριά του, σήμερα, βλέπουμε το σχηματισμό ενός έργου που έχει μελετηθεί καλά και, ενώ δεν ξεφεύγει από τα όρια, τα δημιουργεί ξανά προς όφελος εκείνων που επαναπροσδιορίζουν όχι μόνο τους όρους αλλά και τον ορισμό της λέξης ευκαιρία.

 

Απάντηση