Γράφω σε ένα άψυχο χαρτί για την ψυχή ενός τόπου. Και η ιστορία αυτή δεν αποτελεί την οριστική έκδοση αλλά τη δική μου αντίληψη για αυτό που κάθε χρόνο, σε κάθε επίσκεψή, μου παρουσιάζεται.
Σε κάθε βήμα και ένα γεια. Οι καλημέρες του Θεού, με τον απρόσμενο αυτόν καθαρό ουρανό και τον ήλιο να ξεπροβάλλει εμπρός μας έμοιαζαν να ακουμπούν το στόμα μας που φώναζε πιο δυνατά «καλημέρα».
Σε κάθε απόκριση, ακούγαμε αυθεντικότητα. Στην πιο απλή και καθημερινή μας λέξη, αυτή που ορίσαμε για το ξεκίνημα της ημέρας μας η προσέγγιση διαφορετική. Εκεί που προερχόμασταν ως ένα χλωμό απολειφάδι εκεί που πηγαίναμε ως ένα ζωηρό συναίσθημα.
Μέσα στο πράσινο που αγκάλιαζε τον ασφαλτωμένο δρόμο, πρώτος μάρτυρας δυτικής προόδου, που οδηγούσε στο χωριό αντιλαμβανόμασταν τη διττή μας φύση που το μέρος αυτό έκανε να αναδυθεί: την ίδια στιγμή που επιζητούμε την συντήρηση της ταυτότητάς μας, την ίδια στιγμή την απαρνιόμαστε.
Φαντάζει ακόμα πιο περιοριστικό γνώρισμα μας όταν αυτή η ταυτότητα έρχεται αντιμέτωπη με την ελευθερία που ο γεωγραφικός χώρος έχει ορίσει αυτούς τους κατοίκους για να ζούνε.
Η συνάντησή μας με τους Αγραφιώτες ήταν για εμάς μια αποκάλυψη. Ένας κόσμος πλούσιος σε ατομικές διαφορές, με κοινό γνώρισμα πάντα τη γνησιότητα, την αφοπλιστική ανεπιτήδευση.
Φτάνοντας στην πέτρινη πλατεία γυρίσαμε να κοιτάξουμε το τοπίο. Αίσθημα αέναο στις εικόνες του κόσμου που εναλλάσσονται από τότε μπρος στα μάτια μας αλλά και στους ανθρώπους. Γνωρίζουμε περισσότερους, μαθαίνουμε περισσότερα γι’ αυτούς, αναρωτιέμαι.
Εκείνοι οι άνθρωποι, ηλικιωμένοι ως επί το πλείστον, κρατούν μέσα τους την ιστορία αυτού του μέρους. Κάποτε, σκέφτομαι, οι παππούδες που στέκονται τώρα μπροστά μας μύριζαν τον αέρα και έτρεχαν κυνηγώντας τον άνεμο με όση δύναμη είχαν. Τώρα μόνη τους δύναμη η σοφία. Πηγή έμπνευσης για την οικογένειά τους, μνήμη ως ένα ποτάμι που τους τραβάει διαρκώς πίσω για τους ίδιους.
Άλλοι μόνοι τους. Αναζητούν την ήμερη ζωή στις κενές ημέρες της άγριας μοναξιάς που τους κρατάει φαροφύλακες των δικών τους σκέψεων σε έναν τόπο που η θάλασσα ανύπαρκτη μα η τρικυμία της ψυχής υπαρκτή και ανυπέρβλητη.
Οι πέτρες που στεκόμαστε έχουν λειανθεί από το νερό της βροχής που τον χειμώνα λες και λούζει την περιοχή. Όπως ο χρόνος, που λειαίνει τους ανθρώπους, αφήνοντας χαρακιές ρυτίδων στα πρόσωπα και στα χέρια τους που τώρα απλώνονταν σε εμάς. «Καλώς ορίσατε!»
Λάμπουν τα μάτια καθώς τα κοιτούμε. Μοιάζουν σα βότσαλα που αντανακλούν όσους τους αντικρίζουν. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Όσο πιο φωτεινοί εκείνοι που συσσωρεύουμε μέσα μας, τόσο μεγαλύτερη η αντανάκλαση. Όσο σκοτεινότεροι, τόσο το χρώμα της πέτρας χάνεται ακόμα και κάτω από το φως της ημέρας.
Σ’ αυτό το χωριό σμίγαμε έχοντας βιώσει την απουσία. Κενό νέων ανθρώπων για εκείνους, κενό αληθινών προσώπων για εμάς. Ίσως, μόνο τότε το αντάμωμα να αποκτά ουσία. Η έλλειψη εντείνει, ενισχύει την ανάγκη για το αληθινό.
Δίπλα στην πλατεία το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου. Πόσες ιστορίες αντάμωσαν κάτω από μία εικόνα. Και πόσες ευχές προσδόκησαν την εκπλήρωσή τους στο όνομά του.
Μπήκαμε μέσα, σιγά και όχι γρήγορα, όπως είχαμε μάθει να βιώνουμε τη ζωή. «Μόνο με την καρδιά μπορούμε να δούμε αληθινά. Η ουσία ξεφεύγει σαν ψάχνεις με τα μάτια» μας φώναξε ο ηλικιωμένος κύριος που μας συνόδευε εκεί.
Μέσα στο σκοτάδι, με την πόρτα να επιτρέπει ελαφρώς στις αχτίνες του ήλιου να εισέλθουν στο χώρο, το εσωτερικό μας φως ζητούσε διέξοδο και η παρουσία μας εκεί εκκινούσε σε ακόμη ένα ταξίδι. Ανάψαμε ένα κερί. Μέχρι να σβήσει, ακόμα και εάν δεν είμαστε εκεί, θα είμαστε παρόντες. Ταυτισμένοι με την ευχή που κλείσαμε πίσω από μία φλόγα, συνδεδεμένοι για μια ζωή με τον τόπο που την αφήσαμε να βγει από μέσα μας.
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως η ένταση που ένιωθα σε αυτό το μέρος είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών δεσμών ανάμεσα σ’ έναν τόπο, στους ανθρώπους του και στην ιστορία των τοποσήμων του όπως αυτή η εκκλησία: είναι μία ζωτικότητα εντοπισμένη στο χώρο.
Ίσως να υπάρχουν άνθρωποι, ανάμεσά τους και ιστορικοί, που έφτασαν στα Άγραφα από τον δρόμο της ανάγνωσης και να γράφουν γι’ αυτόν τον τόπο σε τόμους βιβλίων, η εξιστόρησή της αληθινής του δημιουργίας όμως υπηρετήθηκε κυρίως από ανθρώπους που η ανάγνωση δεν ήταν ο κόσμος και ο τρόπος τους.
Πιστεύω ότι όταν μιλάμε και γράφουμε για τον τόπο μας, μιλάμε και γράφουμε για την ομορφιά και την ιδιαιτερότητά του και μαθητεύουμε στο ήθος του και την ελευθερία που αυτός αποπνέει. Σημαίνει μιλάμε και γράφουμε για την καθημερινότητα της αλήθειας που αναδύθηκε με κόπο και αναγνωρίστηκε με την ψυχική ετοιμότητα που τη γεύεται κανείς, γιατί αυτή δεν προκύπτει δωρεάν.
Μιλάμε και επικοινωνούμε εικόνες από το μέρος μας, ως σαν το χαρακτηριστικό της κτητικότητας να προήλθε από τις σκέψεις που μοιράστηκαν μαζί μας οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Κοντά στα νανουρίσματα, στα τραγούδια, στα παραμύθια και τις παροιμίες που μοιράστηκαν μαζί μας, μετέφεραν σε εμάς, με τρόπο αυθόρμητο, μια μικρή σκυτάλη.
Εκατοντάδες μικρές, απλές σκυτάλες που παραδόθηκαν σε εμάς, αλλά όχι χωρίς λόγο και χωρίς σκοπό. Και είναι εκείνες που συνεχίζουν να ταξιδεύουν στον χρόνο, από χέρια σε χέρια, από σκέψη σε σκέψη, από γιορτή σε γιορτή αλλά και από λύπη σε λύπη.
Μπορεί σε μερικές από αυτές το μήνυμα να θαμπώνει, μα το ταξίδι συνεχίζεται.
Γράφω σε ένα άψυχο χαρτί για την ψυχή ενός τόπου. Και η ιστορία αυτή δεν αποτελεί την οριστική έκδοση αλλά τη δική μου αντίληψη για αυτόν που κάθε χρόνο, σε κάθε επίσκεψή μου παρουσιάζεται.
Το παρόν κείμενο, ας θεωρηθεί ως ένα ελάχιστο αντιδώρημα. Στη Φωτεινή και στον Παναγιώτη που με πολλή αγάπη πέρασαν μέσα μου τη δική τους σκυτάλη. Και στην Όλγα που την κράτησε άσβεστη αγγίζοντας τη δικαιοσύνη της χωρίς ούτε μία στιγμή να επιδιώξει να την αποσιωπήσει και να την μικρύνει, όντας ξενιτεμένη η ίδια στην πρωτεύουσα της επιδίωξης που επιδιώκει τη σιωπή κάθε τι αυθεντικού.