Κομμάτι από χαρταετό

στις

Τρικλίζει το ξύλινο πάτωμα και προδίδει την πρόθεση φυγής. Η πόρτα ανοίγει και η Γεωργία με μάτια ανοιχτά από το μαξιλάρι του κρεβατιού της,που αποτελεί χρόνια τώρα το ανάχωμα στην ταραχή της ολοκλήρωσης της ημέρας ρωτά: «χρειάζεσαι κάτι»;

Τα βράδια στο νησί,στο παραθαλάσσιο αυτό μέρος που αποτελούσε απάγκιο σκέψης και παρουσίας,η μαυροντυμένη αυτή γυναίκα,που το ηχόχρωμα της φωνής της σε στιγμές ευδαιμονίας-μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού-υπερνικούσε τον εξωτερικό φραγμό της καθώς, από το πρωί ντυνόταν το ίδιο με τη νύχτα, ήταν σιωπηλά και κάπως, θα έλεγε κανείς, μουντά για νέες ηλικίες.

Ωστόσο, κάθε χρόνο,αυτές οι νύχτες σηματοδοτούσαν το σταθμό του οικογενειακού καλοκαιριού. Και για τους επτά μας, που σε διαφορετικούς χρόνους, αλλά με ίδιους ρόλους, επισκεπτόμασταν αυτή τη Λευκαδίτισσα γυναίκα.«Κομμάτι από χαρταετό να κάνεις την καρδιά σου»μου έλεγε όταν στο τηλέφωνο μιλούσαμε για τις ευχές της Σαρακοστής και, ίσως, αυτός σε φέρει στο νησί μας πιο σύντομα. Δεν μίλαγε πολύ.Μετρημένη στην οριοθετημένη γη του νησιού της ήταν.

Ο Μιλτιάδης, από την άλλη, αποτελούσε τον κοινωνικό συνδετικό κρίκο αυτού του σπιτιού. Παρακαταθήκη το επίθετο του για όλους, σαν λεκτικός ιστός των γραμμάτων που μας ενώνουν στα στόματα των άλλων.Στο καΐκι του άφησε την ψυχή του,τώρα ούτε και αυτό δε βρίσκεται να μας περιμένει στην προκυμαία.Όποτε γυρίζω στο Περιγιάλι πηγαίνω σε αυτό το κομμάτι γης που αγγίζει τη θάλασσα περισσότερο από τα άλλα.Έχει τον τρόπο του να τιθασεύσει τα κύματα σκέφτομαι όπως και οι παππούδες μου τιθάσευαν τη ζωή τους στη Λευκάδα. Απέναντι του η Μαδουρή του Βαλαωρίτη, για να θυμίζει πάντοτε πως η ζωή μπορεί ενίοτε να περιγραφεί και ως όνειρο ενός ποιητή που πλάθει και αντανακλά στιγμές με λόγια.

Σε αυτό το μικρό μέρος, τα κομμάτια χαρταετού που φέρουμε και τα επτά ξαδέλφια σχηματίζουν τον ολόκληρο που αντιπροσώπευε για την γιαγιά μας το σιωπηρό όνειρο της οικογενειακής ένωσης το οποίο σχηματιζόταν πάνω από το γραφικό χωριό μας την ώρα που τα δικά της βράδια υστερούσαν από φως και αγρίευαν στον αγέρα της πίκρας.Και αυτά τα κομμάτια, τα συγκρατούσε πάντοτε το σχοινί της κοινής μας αναφοράς με το οποίο ενώνονται και τα μικρότερα μέλη της οικογένειας.

Προσπαθώ να λογιστώ το αντίο πως περιγράφεται , δεν ειπώθηκε ποτέ όμως από τη γιαγιά μου για να το αποτυπώσω.Αντίθετα, βγαίνοντας από το σπίτι εκείνο το βράδυ και καθισμένη στο πρώτο σκαλοπάτι του,κοιτάζοντας τον ουρανό γύρισα χαμηλόφωνα και της απάντησα στο ερώτημα, «ξεκουράσου, αυριο θα είμαστε όλοι μαζί» Ξέρω πως χαμογέλασαν και οι επτά αντανακλάσεις του προσώπου της,τα δικά της κομμάτια χαρταετού που σχημάτιζε πάντα η μορφή της η οποία καιρό τώρα σεργιανίζει στον ορίζοντα του απείρου.

*Για τη Λίνα,τη Γιολάντα,τον Κωνσταντίνο,τον Γιάννη,τον Μίλτο και τον Σταύρο.

Απάντηση